- ανθοβολώ
- (ε) 1. αμετ.1) цвести, быть в полном цвету; 2) см. ανθορροώ; 3) благоухать; 2. μετ. осыпёть цветами
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανθοβολώ — ( άω) (Α ἀνθοβολῶ, έω) 1. ραίνω, στολίζω με άνθη 2. βγάζω λουλούδια, ανθίζω νεοελλ. 1. είμαι σε ανθοφορία, λουλουδιάζω 2. ρίχνω τα λουλούδια μου, ανθορροώ … Dictionary of Greek
ανθοβολώ — ησα, ημένος 1. μτβ., ραντίζω κάποιον με λουλούδια: Το στρατό που έφευγε τον ανθοβολούσαν. 2. αμτβ., είμαι γεμάτος άνθη: Οι λεμονιές κι οι πορτοκαλιές ανθοβολούσαν. 3. σπν., ρίχνω τα άνθη μου: Μερικές πρώιμες αμυγδαλιές είχαν ανθοβολήσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανθοβόλημα — το βλ. ανθοβόληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανθοβολώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
ανθοκοπώ — είμαι γεμάτος λουλούδια, ανθοβολώ … Dictionary of Greek